Αντάν αρτζέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζ′ εφυσούσαν
Τζ' αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυννεφκιάζει
Τζαι ′πού τες τέσσερις μερκές τα νέφη εκουβαλούσανΏστι να κάμουν τον τζαιρόν ν' αρτζεύκει να στοιβάζει
Είσεν, σγοιαν είχαν ούλοι τους, τζ' η Τζύπρου το κρυφόν της
Μες στους ανέμους τους κρυφούς είσεν το μερτικόν της
Εγείραν τα μεσάνυχτα, τζ′ επήρεν το ξιφώτιν
Τζ′ ο Κκιόρογλους, που 'τουν καλή, πολλά καλή η ψυσή του
Εξέβην ′πόσσω του κρυφά τζ' επήεν στον δεσπότην
Τζ′ εξύπνησεν τον τζ' έκατσεν κοντά του τζαι λαλεί του
Ήρτεν του μουσελλίμ αγά φερμάνιν ′πού την Πόρταν
Τζ' εψές, αρπα τζ' ανόρπιστα, εγίνην μετζιλίσιν
Τζ′ έσει πκιον εις το σέριν του την μαύρην σας την σόρταν
Στο σέριν του τον θάνατον, στο σέριν του την κρίσην.
Να μέν αρκείς, Τζυπριανέ, να χάννεις τον τζαιρόν σου
Να πάεις να φαραντζιστείς, αν θέλεις το καλόν σου·
Δέν φευκω, Κκιόρογλου, γιατι, αν φύω, ο φευκός μου
′Εννά γενεί θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου·
Να βάλω την συρτοθηλιάν εις τον λαιμόν του κόσμου
Παρά το γαίμαν τούς πολλούς, εν' κάλλιον ′νού 'πισκόπου
Εξέβην ′πού την εκκλησιάν με την συνοπαρτζιάν του
Τζαι Τούρτζοι ευτύς του σαραγιού επλάστησαν ομπρός του
Ευτύς εριψεν πάνω τους μιαν άρκαν αμμαδκιάν του
Τζ' εδήθηκεν το βρύδιν του, τζ′ εφάνην ο θυμός του·
Λαλεί τους: Πκοιος σας έπεψεν πωρνόν πωρνόν κοντά μου
Αννέν τζ' ελυπηθήκετε, εν' πέτρα η καρκιά μου
Ήρταμεν να σε πκιάσομεν, είμαστον προσταμένοι
Απού τον μουσελλίμ αγάν, τον άρκονταν της χώρας
Λαλεί τους: Με καλόν γαλαν αν είστε βυζασμένοι
Σταθείτε, καρτεράτε με πέντε λεπτά της ώρας
Τζ′ άψεν λαμπάδιν τζ′ έκρουσεν κάτι χαρκιά γραμμένα
Τζ' ύστερα ′στράφην τζ' είπεν τους: Ελάτ′, αντρειωμένοι
Τώρα πο' χω τα πράματα σγοιαν θέλω τελειωμένα
Επάρτε με να πάμεντε σγοιαν είστε προσταμένοι
Ο μουσελλίμης κάθεται με ούλους τους αγάδες
Μες στο σαράγιον, τζαι λαλεί τους άλλους δεσποτάδες
Άκουσα πως εσείς οι τρεις τζαι ο μιλλέτπασης σας
Τζ′ οι μπροεστοί του τόπου σας, τ' αρκοντολόιν ούλον
Ετάξετε εις τους Ρωμιούς το μάλιν της ζωής σας
Να μέν αφήκετε Ρωμιόν εις το τοβλέττιν δούλον
Τότες εστράφην τζαι λαλεί του αρχιεπισκόπου
Σσυφτός χαμαί, δησόφρυδος τζαι καραμουτσωμένος
Πασπίσκοπε Τζυπριανέ, μιλλέτπαση του τόπου
Εγύρεψα σε να σου πω πως είμαι προσταμένος
Απού την Πόρταν, τζαι κρατώ στο σέριν μου φερμάνιν
Πως έχω μιάλην προσταήν 'που το Ψηλόν Διβάνιν
Τ′ αρκοντολόιν τούς Ρωμιούς, τους μιάλους τούν του τόπου
Να τους συνάξω μονομιάς τζαι να τους ισκοτώσω
Να μέν χαρίσω μπροεστού ζωήν μητε ′πισκόπου
Τζαι, ό,τι λοης θάνατον θελήσω, να τους δώσω
Εμάσεστουν με τους Ρωμιούς τους άλλους να σμιχτείτε
Τους Τούρκους 'πού τες τέσσερις μερκές να πολεμάτε
Εμάσεστουν εις τ′ άρματα τζ' εσείς να σηκωθείτε
Για να σμιχτείτε ούλοι σας τζαι την Τουρτζιάν να φάτε
Ίντα λοής εθέλαμεν εμείς ν′ αρματωθούμεν
Τζαι να σμιχτούμεν μ' άλλους λας τζαι να σας πολεμούμεν
′Τζείνος που σου 'ψουψούρισεν τούτα τα λόγια ούλα
Αν τζ' έν′ τζαι ′τζείνος χριστιανός, όμως εμάς μισά μας
Πυρομασεί τον πάντα του 'π′ αππ' έσσω η αζούλα
Εμάς, ′πο τούτα που λαλείς, έν' καθαρή η καρκιά μας
′Πίσκοπε, 'γιώ την γνώμην μου ποττέ δεν την αλλάσσω
Τζ', όσα τζ′ αν πεις, μέν θαρρευτείς πως ′έννα σου πιστέψω
Έχω στον νουν μου, 'πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω
Τζ′, αν ημπορώ, 'που τους Ρωμιούς την Τζύπρουν να παστρέψω
Τζ′ ακόμα, αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω
Ήθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσήν να μέν αφήσω
Η ρωμιοσύνη έν' φυλή συνότζαιρη του κόσμου
Κανένας δέν ευρέθηκεν για να την ιξιλείψει
Κανένας, γιατι σσέπει την ′που τα 'ψη ο Θεός μου
Η ρωμιοσύνη 'εννά χαθεί όντες ο κόσμος λείψει!
Σφάξε μας ούλους, τζ′ ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν
Κάμε τον κόσμον ματζελλειόν τζαι τους Ρωμιούς τραούλλια
Αμμά ′ξερε πως, ίλαντρον όντες κοπεί καβάτζιν
Τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλλια·
Το 'νίν, αντάν να τρώ′ την γην, τρώει την γην θαρκέται
Μα πάντα 'τζείνον τρώεται τζαι ′τζείνον καταλιέται
Τζ' επήραν τους στην φυλακήν, χωρίς να τους χωρίσουν
Οι Τούρτζοι, οτι τζ′ εμείνασιν τσιμπίν τζ' εδκιαλοούνταν
Είπαν να φέρουν μαρτυρκές, για να το μαρτυρήσουν·
Τζ' εφέραν έναν αγαθόν βοσκόν ′που την Μαλούνταν
Λαλεί του ο μουσελλίμ αγάς: Δημήτρη, μέν φοάσαι
Τζ′ εγιώ εσέναν έχω σε σγοιαν άθθρωπον δικόν μου
Ίντα 'ν′ που θέλεις; Ζήτα μου τζαι μέν ιδκιαλοάσαι
Θέλω, αφέντη, μανιχά να πάω στο χωρκόν μου·
Έσει, 'π′ αφείτις μ' έσετε ′δα μέσα χαψωμένον
Έμεινεν το κουπάδιν μου στους κάμπους απλωμένον
Μες σ' τούν την χάψην ώσποσον, αφέντη, πκιον 'κανεί με·
Έκαμεν με ′δα μέσα ′δά η πλήξη 'πολειφάιν
Γιατί το τρώω τρώει με, τό πιννω καταλυεί με
′Που τον καμόν μου τον πολλύν τούτη η καρκιά μὀκάην
Είπες πως οι 'πισκόποι σας, ώς τζ′ εις τα κοπελλούδκια
Στους παίδκιους τζ' εις τους γέροντας, τζ′ εις τες γεναίτζες 'κόμα
Εδκιαμοιράζαν άρματα τζαι βόλια τζαι παρούδκια
Τζ' ακούσαν τα τζ′ αλλοι τζ′ εγιώ 'που το δικόν σου στόμαν
Είπες πως οι ′πισκόποι σας εθέλαν να σηκώσουν
Τους χριστιανούς κρυφά κρυφά, τους Τούρκους να σκοτώσουν·
Εγιώ, αφέντη, μανιχά άκουσα να λαλούσιν
Πως ήρτεν ένας τοπκιανός καλόηρος 'που πέρα
Τζ′ έφερεν κάμποσα χαρκιά 'πο ′τζεί που πολεμούσιν
Τζ' έδωκεν τα τζ' εχάθηκεν, δέν εμεινεν μέ μέραν
Ίντα μας περιπαίζεις, βρε, είμαστον μισταρκοί σου
Είπες το με το στόμαν σου μες σ′ τόσον παναΰριν·
′Πέ το, γιατι σκοτώννω σε, κόβκω την τζεφαλήν σου
Φέρτε μου τον τζελλάττην 'δά, να ′ν' ′δά χαμαί χαζίριν!
Ας κάμω τα πικρά γλυτζιά τζαι τα ζαβά ας γισιώσω
Τζ' ας πω κατά που θέλετε, αφέντη, να γλιτώσω
Τά ειπες έν′ αληθινά, αφέντη, μαρτυρώ το
Είδα τζαι με τ' αμμάδκια μου τζ' άκουσα με τ′ αφκιά μου
Ούλα ′γινήκαν, τζ' είδα τα τζ′ είπα το τζαι λαλώ το
Θεέ μου, τζαι συχχώρα μου, έν' καθαρή η καρκιά μου
Επρόσταξεν χαρούσιμος ο μουσελλίμης τότες
Τζ′ επήραν τον Τζυπριανόν δκυο τρεις αρματωμένοι
Εφαίνουνταν περίλυποι οι Τούρτζοι οι Τζυπριώτες
Γιατί ήτουν ούλοι τους βριχτοί τζαι σγοιαν δκιαλοϊσμένοι
'Που κάτω ′πού την συκαμνιάν, κοντά στον θάνατον του
Τζ' εφάκκαν η συρτοθηλιά πάνω στο μέτωπον του·
Ύστερα 'γονατίσασιν τους άλλους τρεις ′πισκόπους
Κατά την δύσην τζαι τους τρεις αράδαν, τζ′ ομπροστά τους
Ήτουν οι τρεις τζελλάττηδες ούλα τους αρκαθθρώπους
Τζ' ελάμνασιν ′που πανωθκιόν τζ' επαίζαν τα σπαθκιά τους
Ύστερα πκιον, που το κακόν ακούστην μες στην Χώραν
Τζαι ′πού το κλάμαν άρτζεψεν η Χώρα πκιον να βάζει
Ύστερα 'πού το βούττημαν του ήλιου ′νάκκον ώραν
Τέλεια πκιον, ότι τζ' έκαμεν αρκήν να σουρουπκιάζει
Επήασιν δκυο μπροεστοί τζαι τέσσερις παπάδες
Τζ' είπαν τού μουσελλίμ αγά: Δώσ′ μας τους δεσποτάδες
Τζαι τον Δημήτρην για θαφκειόν, να μέν μεινουν, τζ′ εν' κρίμαν
Τζ′ είπεν με κάμποσους θυμούς τζαι κάμποσες φοβέρες
Φύετε, τζ' ′έν σας δκιω τωρά κανέναν για το μνήμαν
Θέλω να μείνουν 'τζεί χαμαί άθαφτοι τρεις ημέρες!